- γαλεώδης
- (galeodes). Αραχνοειδές της οικογένειας των ηλιοφύγων. Οι γ. είναι ψευδοσκορπιοί, διαδεδομένοι σε θερμές και άνυδρες περιοχές. Τα γνωστότερα είδη είναι ο γ. ο ελληνικός και ο γ. ο αραχνοειδής. Και τα δύο είναι κιτρινόξανθα έντομα με πυκνές και μεγάλες τρίχες. Ζουν στη ΝΑ Ευρώπη, στη νότια Ρωσία, στη Μικρά Ασία και στη βόρεια Αφρική. Το πρώτο είδος της οικογένειας αυτής που επισημάνθηκε από τους επιστήμονες ζούσε στην Ελλάδα.
Ο γαλεώδης ο ελληνικός, είδος αραχνοειδούς της οικογένειας των ηλιοφύγων.
* * *-ες (Α γαλεώδης, -ες) [γαλεός]ο γαλεοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.